24.9.06

Επιστροφή στο γαλακτικό χωριό

(Εγώ τον Πανάγο δεν τον ξέρω, ένα Θανάση ήξερα από παλιά και κάθε φορά που με ρωτάγανε γι’ αυτόν έκανα την πάπια)

Που λες, έλειπα καιρό και γύρισα που να μην έσωνε και αφού απόφαγα τα λυσσιακά μου, ενσκήψαν οι Πανάγοι, οι κουμπάροι, τα γάλατα και η ζωή κύκλους κάνει, πριν από 1,5 χρόνο χοντρικά ήταν τα μουχλιασμένα γιαούρτια της ΦΑΓΕ, τώρα είναι το γαλα(κ)τικό καρτέλ, κατά το τέλος του 2007 αρχές του ’08 θα έχουν κηρύξει επίσχεση εργασίας τα αιγοπρόβατα, χοντρικά κατά το 2010 θα γίνει μια ιστορία με την κανέλα και θα τρώμε το ρυζόγαλο σκέτο στα μούτρα. Αλλο είναι το θέμα.

Θυμήθηκαν όλοι πως δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός και, να σου πω τώρα, να και αν λειτουργεί να και αν δεν λειτουργεί και θα με ρωτήσεις με το δίκιο σου, αν έχω γίνει τόσο γαϊδούρι ξεσαμάρωτο πια (by the way που έλεγε και ο Κίμων, το γάλα γαϊδούρας είναι καρτελιασμένο;)...

Δεν έχει να κάνει με τη μεταμόρφωσή μου σε γάιδαρο ή μουλάρι, είναι που αυτό το «λειτουργεί ο ανταγωνισμός» τοποθετείται κομματάκι απρόσωπα στις προτάσεις και όπως είχαμε θυμίσει και σε μια παλαιότερη εκπομπή, πού στο διάολο είναι το τέιπ και δεν τη βρίσκω, τα ελληνικά είναι μια έξυπνη γλώσσα μη βλέπεις που τη γαμούμε πατόκορφα. Για να λειτουργήσει ένα ψυγείο θέλει ρεύμα, ένα αυτοκίνητο θέλει καύσιμα και άλλα τζάντζαλα, ο ανταγωνισμός τι στο θεό (και ποιον απ’ όλους τους θεούς, παρακαλώ να εξειδικευτεί) θέλει για να πάρει μπροστά; Αν είναι να τον βάλουμε στην πρίζα πες το ρε παιδί, έχω ένα μαγαζί με ηλεκτρολογικά κάτω από το σπίτι, χρυσά παιδιά αυτοί που το ‘χουν, να μας φτιάξουν μια μπαλαντέζα. Παπάρια από την Κάτω Καλαβρία συνάδελφε, συνοδοιπόρε, συναγωνιστή, ο ανταγωνισμός δεν θέλει ρεύμα, αθρώπους (ναι, αθρώπους) θέλει.

Πες ότι έχω ένα χωράφι με ραδίκια και δίπλα στο δικό μου είναι ένας που το χωράφι του βγάζει επίσης ραδίκια. Είμαστε οι μόνοι ραδικοπαραγωγοί στη χώρα, κάποια στιγμή θα βρεθούμε στο καφενείο του χωριού θα πούμε να πουλάμε τα ραδίκια μισό ευρώ το κιλό, θα ‘ρθει ο κόσμος στη λαϊκή να ψωνίσει. Ξαναβρισκόμαστε μετά από κάνα τέρμηνο στο καφενείο «ρε σύ Μήτσο (Μήτσο το λένε το παληκάρι), δεν το πάμε στο 1 ευρώ το κιλό το ραδίκι να δούμε τι θα γίνει έτσι για δοκιμή». Ω του θαύματος έρχεται το πόπολον και ψωνίζει. Δυο ευρώ, τρία ευρώ, και πάει λέγοντας, ξεπουλάμε κάθε βδομάδα. Μας έρχεται μετά πεσκέσι η επιτροπή ανταγωνισμού η η ειδική επιτροπή ζαρζαβατικών και μας βάζει ένα κωλοδάχτυλο τόσο μετά συγχωρήσεως και καλά μας κάνει. Δεν μου λες ρε παληκάρ, σύντροφε κ.τ.λ, εγώ εντάξει είμαι αρπακτικό γεράκι και επειδή τα ραδίκια γίνηκαν της μόδας μαδάω τον κόσμο, αυτός ο κόσμος γιατί στον κόρακα αγοράζει τα ραδίκια μου σε τιμές φρέσκιας παπάγιας; Διότι είναι μαλάκας, θα πεις. Ε να που έρχεσαι στα λόγια μου.

Ο καταναλωτής είναι μαλάκας (μισό να ρουφήξω μια τζούρα από τη φραπεδιά, σε λίγο θα σου πω και πως δεν έχουμε κράτος), είναι ικανός να σου διαμαρτύρεται τα Χριστούγεννα για την τομάτα που έχει 3 ευρώ το κιλό.

Ε μην την πάρεις γαμώ την ψυχή σου. Πόσο έχει το γάλα; 1,20; Γιατί ρε πούστη μου αφού έχει 1,20 πας και το αγοράζεις; Κόφτο μια βδομάδα, δυο, τρεις, θα μου πεις τι θα πίνει το παιδί, ουίσκι; Πάρε εβαπορέ, δυο τρεις γενιές στην Ελλάδα μεγάλωσαν με το εβαπορέ, εντάξει δεν πήραμε και το μπόι του Διαμαντίδη αλλά, τέλος πάντων δεν μας μάζευαν με τα ποδάρια πάνω σαν κοκόρους από τα πεζοδρόμια τα συνεργεία του Δήμου. Ο ανταγωνισμός, λέω εγώ τώρα, θέλει δύο πράγματα, πρώτα πρώτα παραγωγούς, εντάξει, αλλά και καταναλωτές που δεν είναι πρόβατα που τα αρμέγουν (πάλι στα γάλατα ήρθε η κουβέντα). Τώρα, αν θέλουμε να λέμε ότι οι ανεξάρτητες αρχές είναι κάτι σαν ο προσωπικός μας χωροφύλακας που κάνει ντα όποιον μας πειράζει, το ‘χουμε δει στραβά το όλο θέμα. Και να σου πω και κάτι άλλο;

Παίρνω ένα μπουκάλι γάλα τη βδομάδα και αν δεν το ‘χω καταναλώσει στο μεταξύ το πίνω ως το τέλος της επόμενης. Ρε γαμώτο μια φορά να τρέξω με τα βρακιά λυμένα στη χέστρα, ούτε μία τι στο διάολο αν έχω τίποτα αντισώματα να τα δώσω στην επιστήμη. Γαμώτο, για το φθινόπωρο ήθελα να σου πω...

Δεν υπάρχουν σχόλια: