13.4.06

Ενα μανταλάκι για τη μύτη

(και μια ωραία ατμόσφαιρα) Μύρισε ζέστη ο πόντικας, είχε βαρεθεί να κυλιέται ανάμεσα στα σκουπίδια, μπήκε στη μηχανή γλιστρώντας κάτω από το καπό, γύρισε ο ανυποψίαστος οδηγός το κλειδί, πήγε στον παράδεισο ο πόντικας να κυλιέται όση ώρα κάνει κέφι ανάμεσα σε σκουπίδια και να τρέχει χωρίς να τον ανησυχεί αν τον κυνηγάνε γάτες, ξέγνοιαστος. Είπα ‘ξέγνοιαστος’ και θυμήθηκα το χλιμίντζουρα, που συνάντησα χθες το απόγευμα στο δρόμο. Περνούσε ο λεβεντονιός μπροστά από το σκουπιδομάνι, έκοψε ταχύτητα και με περισσή χάρη πέταξε μια δεμένη νάιλον σακούλα με κάτι μπουκάλια μέσα. Η σακούλα έπεσε με χάρη στο κενό που σχημάτιζαν κάτι άλλες σακούλες στο πεζοδρόμιο δίπλα στον κάδο, σιζ πουάν για τον χλιμίντζουρα που ύστερα (θα) ρεύτηκε και συνέχισε ατάραχος το δρόμο του στρίβοντας στο πρώτο στενό. Μια εσάνς αποσύνθεση σε ξυπνάει το πρωί όπως ανεβαίνει σιγά σιγά από το κάτω μπαλκόνι και μπερδεύεται γλυκά με τις κουρτίνες. Κάτι βαριεστημένα σκουπιδιάρικα είναι αλήθεια πως έκαναν γκεστ σταρ εμφάνιση στους δρόμους της γειτονιάς. Οι οδηγοί υπέγραψαν αυτόγραφα και έφυγαν καταχειροκροτούμενοι, ενώ νοικοκυρές πετούσαν σακούλες από τα μπαλκόνια για το καλό κατευόδιο. Εβλεπες τις μεσημεριανές γριούλες που γύριζαν από τη λαϊκή με τα σέσκουλα στο καρότσι, ανέβαιναν κούτσα κούτσα από το δρόμο, το πεζοδρόμιο γλιστρούσε από τα ζουμιά που έτρεχαν οι σακούλες. Ξυστά περνούσαν οι γριες, να πάρουν την εσάνς σπίτι. Αντε να βρεις τόσο μπεταντίν να καθαρίσεις τα σέσκουλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: