28.2.06

Τρώγοντας....

(θα με φάνε αυτές οι σκέψεις) Και έρχεται η ώρα να πας να ρημαδοφάς, δεν σου λέω τώρα πρώτο ραντεβού και δεν συμμαζεύεται, βρίσκεστε δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε το πολύ φίλοι, γκόμενες/οι, κολλητάρια, φιλενάδες και λέτε πως δεν θα κάνει κάποιος λάντζα απόψε (γιατί το να μαγειρεύεις για φίλους είναι μια χαρά αλλά εκείνο το συμμάζεμα και το πλύσιμο, ώρες ώρες είναι γάμησέ τα). Πού; Ανοίγεις τον κατάλογο με τα μαγαζιά που έχεις επισκεφθεί στο πρόσφατο παρελθόν, το ίδιο κάνουν και οι επίλοιποι, ιταλικό ή μεξικάνικο; Μήπως κάτι σε Tex-Mex ή σε ισπανικό που ‘ναι και της μόδας τώρα τελευταία; Τούρκικο; Μαροκινό, λιβανέζικο; Ο γύρος του κόσμου γύρω από ένα τραπέζι συσκέψεων που μαζεύει τα σάλια. Περνάει και η ώρα, τα στομάχια σε συγχορδία, τρέχουνε τα σάλια και στέγνωσε το στόμα, άντε να μην τα πολυλογούμε πάμε σε ένα φλου. Πρόσεξε τώρα, όταν λέμε φλου, δεν σου λέω fusion όπου μπορεί να βρεις τηγανητό κατσίκι με σάλτσα από άγριες τουλίπες, αλλά φλου. Πες το ένα εστιατόριο της προκοπής που δεν έχει ούτε άδεια παραμονής ούτε και την ελληνική σημαία φάτσα μόστρα στο κούτελο των σερβιτόρων, κάτι στο ενδιάμεσο εντάξει; Τσούκου τσούκου, τηλέφωνα και κρατήσεις αν το καλεί η ημέρα, φτάνεις με την παρέα των λιμασμένων έτοιμοι να κολατσίσετε τα τραπεζομάντηλα. Ωρα αλήθειας... Η κολεκτίβα της πείνας ανοίγει τους καταλόγους, σε γενικές γραμμές δεν πολυπροσέχεις τις τιμές, ώσπου έρχεται η ώρα που θυμάσαι την τελευταία σου γκουρμέ και ντίρλα επίσκεψη στην Κρήτη και ετοιμάζεσαι να προσθέσεις στην ατέρμονη λίστα των «πρώτων» τον ταπεινό ντάκο. Ο ντάκος, στο λέω αν τυχόν που δεν νομίζω αλλά, λέω, αν, είναι βρεγμένο παξιμάδι στον πάτο τριμένη τομάτα, ξινομυζήθρα, λάδι, ρίγανη, άντε και καμιά ελιά. Γλιστράει το μάτι σου στον κατάλογο των τιμών, δεν φταις εσύ φταίει ο Θεός που δεν το ‘φτιαξε το μάτι να ‘χει πατούρες και πάει όπου του κάτσει. Πέντε ευρώ ο ντάκος, κάτσε ρε μπάρμπα γαμώ την τρέλα μου, κοντά ενάμισι χιλιάρικο με τις παλιές δραχμές για λίγο παξιμάδι και τα συναφή, μη στα ξαναγράφω και στα πρήζω; Μόνο αν μάζευαν τις τομάτες 25χρονες παρθένες, σπάνιες οι 25χρονες παρθένες ακριβές θα είναι για να τις πάρεις στη δούλεψή σου να το καταλάβω. Αλλά κόβω το κεφάλι μου (όποιο να ‘ναι, άσ’ τις λεπτομέρειες) τις τομάτες τις έχει μαζέψει κανένας 55άρης κρητίκαρος με δυο πήχες μουστάκι ή κανένας μετανάστης που δουλεύει στα θερμοκήπια και τα μποστάνια και πάει στις πουτάνες μια φορά το τρίμηνο. Και να σου πω να σου φέρουνε τον ντάκο σε πορσελάνινο πιάτο που θα το σπάσουν μετά μπροστά σου να πάει και 10 ευρώ, έτσι γιατί ξύπνησες καλά σήμερα και νιώθεις λαρτζομαλάκας. Κάτσε, έχει και συνέχεια Μετά απ’ όλα αυτά αρχίζει να σου κόβεται η όρεξη, διαγράφεις τον ντάκο προχωράς στο θέμα της παραγγελίας, τρως, αλλά την επόμενη φορά θα παραγγείλεις πίτσα. Γιατί πίτσα; Γιατί έχεις ήδη δει τον πληθωρισμό στην τσέπη κάτσε τώρα να τον δεις και στο φαϊ. Η πίτσα, που λες, είναι φαγητό των φτωχών. Εφτιαχναν οι άνθρωποι μια ζύμη, άνοιγαν το ψυγείο ή ό,τι είχαν για ψυγείο, έβγαζαν ότι είχε μέσα το ξάπλωναν ψιλοκομμένο πάνω από τη ζύμη, βουρ στο φούρνο, καθίστε να περιδρομιάσουμε. Επιναν και κανένα λίτρο κρασί που το ‘φτιαχναν οι ίδιοι, φούσκωνε η ζύμη στο στομάχι, χόρταιναν, πάμε για ύπνο και αύριο αχάραγα για το χωράφι. Ερχεσαι λοιπόν στην Αθήνα του 2006 και η πίτσα έχει γίνει λαμέ βασίλισσα της νύχτας, η Ζωζώ Σαπουντζάκη στην κυριολεκτικά ψημένη εκδοχή της. Τυρί; Εντάξει. Τομάτα; Σαφώς. Κανένα αλλαντικούλι; Αντε να πάει στο καλό. Και μετά αρχίζει η χλαπαταγή. Πίτσα με γύρο. Πίτσα με παστουρμά, πίτσα με τρια-τέσσερα τυριά και δυο τρεις πρασινάδες μην και κολλήσει στο λαιμό του πελάτη και τον χάσουμε. Με σολωμό. Με κρέμα γάλακτος και παρμεζάνα. Γαμώτο ξέχασαν να βάλουν μακαρόνια ανάμεσα. Με σάλτσα μπάρμπεκιου και ψιλοκομμένο κοτόπουλο, πάλι δεν μου ‘βαλαν γαριδάκια. Σκέψου να ‘ρχονταν ένας ξένος που δεν ξέρει τι καπνό φουμάρουμε στην περιοχή, μπαίνει σε ένα εστιατόριο, σε βλέπει να τσακίζεις τον ντάκο, πλησιάζει, ρωτάει:
- Excuse me sir, how much will you pay for this? Ρωτάει, γιατί κάνει μια έρευνα για το πανεπιστήμιο του χωριού του. - 5 euroth, του λες και του το λες «euroth» όχι γιατί μόλις έσπασες έναν κοφτήρα στο παξιμάδι αλλά επειδή είσαι μπουκωμένος.
Φεύγει ο άνθρωπος πάει πιο κάτω, μια παρέα τρώει πίτσες αλλά τι πίτσες. Με μοσχάρια, ανανάδες, κοτόπουλα, πίτσες με κινέζικο, πίτσες με μεσανατολίτικα, πίτσες με τριών ειδών λουκάνικα. Και δεν με νοιάζει που ο άνθρωπος θα νομίσει πως εμείς εδώ κάτω έχουμε αφθονία αγαθών άρα και χρημάτων, χέστηκα γι’ αυτό, με ανησυχεί που ο εν λόγω μπορεί να είναι από τίποτα Βρυξέλες, και μας κόψει εντελώς το Δ’ ΚΠΣ εξαιτίας μιας παραφορτωμένης πίτσας και θα 'χουμε άλλα ντράβαλα...

1 σχόλιο:

S G είπε...

"γιατί το να μαγειρεύεις για φίλους είναι μια χαρά αλλά εκείνο το συμμάζεμα και το πλύσιμο, ώρες ώρες είναι γάμησέ τα"

αν οι φιλοι σου ειναι σωστοι, οπωσδηποτε βοηθανε με το συμμαζεμα... αν δεν ειναι, αγορασε πλυντηριο πιατων!