20.10.05

Αρχοντα, τα ουίσκια

(παρακμιώδες) Ηταν η πρώτη μου που είδα παχιά κοκκινωπή μοκέτα να ξεκινά από τη γωνία τοίχου-ταβανιού, να κατεβαίνει στο πάτωμα,να συνεχίζει μονοκόμματα ως την άλλη πλευρά και ν' ανεβαίνει πάλι ως την ακμή του ταβανιού. Δυο τρεις καθρέφτες πεταμένοι κάπου στο ενδιάμεσο, στη μέση μια σχετικά μεγάλη πίστα για τα δεδομένα του χώρου με την ορχήστρα, την οποία πρέπει να την είχαν νοικιάσει με τη νύχτα διάφοροι τύποι που πρώτη φορά τους έβλεπα και ούτε επρόκειτο να τους ξαναματαδώ αργότερα. Χρόνια πίσω, κάπου στην εθνική οδό, εκεί είδα και το Chivas να παίρνει φωτιά βάζοντας στον κύκλο του έναν από τους τακτικούς επισκέπτες του μαγαζιού, στον ήχο ενός βαρύτατου λαϊκού που ηλιθίως χαμογελαστά τραγουδούσε ο βάρδος - εκεί είδα και ένα εφιαλτικά πανέμορφο τσιφτετέλι και όλα αυτά τα υπερόχως παρακμιακά στα οποία συμμετείχα από ένα σημείο και μετά με περίσσια χαρά θυμήθηκα εκείνο το σκυλάδικο με τούτο το μεταγενέστερο...
Θέλω αλλά δεν μπορώ δεν μπορώ κωλύομαι φεύγω και διαλύομαι μα θα ξαναγυρίσω. Θέλω αλλά δεν μπορώ δεν μπορώ τρελαίνομαι όταν ερωτεύομαι και όταν αγαπήσω (Δεν μπορώ κωλύομαι, 667)
Του σαλονιού και του αλωνιού, παντού πάντως ίδια η καλημέρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: