19.7.05

Περικολόζο...

(το τσιγάρο βλάπτει την υγεία, ο καπνός;) Το απόγευμα σώνεται ο καπνός, κατεβαίνω για ανεφοδιασμό. Κάθε φορά που μου συμβαίνει αυτό στο γραφείο σκέφτομαι αυτές τις απίθανες ιστορίες που κάποιος πήγε για τσιγάρα το 1979 και έκτοτε αγνοείται η τύχη του, την τελευταία φορά που τον είδαν ήταν το 1993 κάπου στη Λαπωνία να έχει ανοίξει πλανόδιο πεταλωτήριο ταράνδων. Εγώ πάλι απλώς για καπνό πήγαινα δεν είχα άλλα σχέδια στο μυαλό μου. Μπαίνω στο ψιλικατζίδικο πράγμα που δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο διότι μπορεί μεν ο κλιματισμός να δουλεύει στο φουλ και το μαγαζάκι να έχει μια αρκετά δροσερή ατμόσφαιρα αλλά ο ψιλικατζής είναι τόσο αργός που η σκιά του είναι ταπετσαρία στον τοίχο πια, φεύγει αυτός η σκιά εκεί, κάθεται και τον περιμένει. - Καλησπέρα, ένα Craven παρακαλώ (τώρα πρέπει να βάλω disclaimer ότι το τσιγάρο έχει βενζινόλες και αιθυλοπετρίδια;) - (απλανές βλέμμα, κοίτα κάπου αφηρημένα πίσω μου, μπα μια μύγα ήταν) Ενα τι; - Craven. Μεγάλο. - (παύση, σούφρωμα στόματος). Δεν έχω. - Δεν έχετε Craven (να πάρω την επιβεβαίωση να 'μαι σίγουρος ο άθρωπος) - Οχι δεν έχω μεγάλο ('ντάξει μωρέ, καλό παιδί να 'ναι και ό,τι να 'ναι) - Ε καλά, δώστε μου ένα μικρό (αν θέλω είμαι ο βολικότερος του λεκανοπεδίου) - Να δω αν έχω (κάτσε μπάρμπα, μη μου τα γυρίζεις τώρα) Σηκώνεται. Αργά. Ρίχνω λοξό βλέμμα στη σκιά. Η σκιά πλέκει, ψέματα, μιλάει στο τηλέφωνο. Δευτερόλεπτα περνούν, τικ τακ τικ τακ. Δυσοίωνες σκέψεις. Ο ψιλικατζής θα γυρίσει απότομα με ένα 45άρι στο χέρι θα με καθαρίσει και μετά θα σηκώσει την κρυφή πόρτα στον τοίχο που είναι καμουφλαρισμένη με τη ζωγραφιά της σκιάς και θα με πετάξει μέσα, εκεί που έχουν αράξει προ αιώνων και άλλοι πελάτες που ήθελαν σώνει και καλά να ψωνίσουν από το μαγαζί. - Ορίστε (λέξη, συνοδευόμενη από το πέταγμα του καπνού πάνω στον πάγκο) - Και χαρτάκια θέλω. Ασημένια (θα το φάω το κεφάλι μου) Το σετ των αργών κινήσεων επαναλαμβάνεται. Παρακολουθώ τα χέρια του, όχι κανένα όπλο στον ορίζοντα. Τα τσιγαρόχαρτα έρχονται. - Πόσο είναι (θα ξέρεις ίσως πως με τα τσιγαρόχαρτα δεν υπάρχει ενιαία τιμή, ό, τι του θυμηθεί του καθενός); - 3 ευρώ και κάτι (το κάτι δεν το είπε, δεν θυμάμαι τώρα πόσο ήταν ακριβώς) Πληρώνω. Περιμένοντας τα ρέστα, ανοίγω το πακετάκι του καπνού διπλώνω το περισσευούμενο της συσκευασίας και το βάζω στην καπνοσακούλα. Ο ψιλικατζής γυρίζει απότομα το κεφάλι του. Με κοιτάζει. Τον κοιτάζω (πάω γυρεύοντας). - Γιατί το άνοιξες; - Ποιο; - Τον καπνό (κάνεις πως δεν ξέρεις κιόλας, σε ποιον τα πουλάς αυτά;) - Ε, τι να το κάνω δηλαδή; - Θα το καπνίσεις ε; (όχι, να, ξέρεις, υπάρχουν και κάτι μυστικές συνταγές για αρακά με ταμπάκο, μη σου πω το άλλο με τα γεμιστά...) -Ε, έτσι λέω (κάτσε να δεις που θα αγριέψει, θα γουρλώσει τα μάτια και θα βγάλει τον μπαλτά απ' το συρτάρι να με κυνηγάει) - Α καλά, καληνύχτα (με χαμόγελο που το 'χει και ο χαμένος δευτεροτρίτος ξάδερφος του Τζακ Νίκολσον). - Καληνύχτα (έχει λαδάκι στο καντήλι μου τελικά) Κάτι στιγμές νομίζω πως ζω επικίνδυνα...

3 σχόλια:

neraida είπε...

Να μη ξεκινήσω με τα "μπράβο συνάδελφε με την επιλογή του καπνού", "Craven rules", κλπ, απλά να πω ότι όντως ότι μερικές φορές ζεις πολύ επικίνδυνα και ότι ο καπνός απ' όσο ξέρω βλάπτει σοβαρά μόνο τα δάκτυλα (κιτρινίλα γμτ)

:)

NickTheCreek είπε...

Πώς κάνει έτσι για λίγη κιτρινίλα, ποτέ λίγο χρώμα δεν έβλαψε :)

neraida είπε...

:)