1.7.05

Οταν θύμωσε ο Λεονάρντο

(άμα σφίγγουν οι ζέστες) Κοίταξε από το παράθυρο με ανησυχία τον ήλιο όπως έγερνε για να κρυφτεί πίσω από τη γραμμή του ορίζοντα. «Γαμώ το φελέκι μου, δεν προλαβαίνω» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του. «Μα είναι δουλειά αυτή, deadline 25 μόνο χρόνια για να τελειώσεις έναν πίνακα, πώς να αποδώσω με τέτοια πίεση, πάνε οι παλιές μέρες». Εξυσε με την ανάποδη του πινέλου το αξύριστο μάγουλό του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το αποφάσισε. «Θ’ αφήσω μούσι, αφού ο μπαρμπέρης μου ‘κοψε την πίστωση». Αφησε κάτω την παλέττα και έκανε δυο τρία βήματα πίσω για να δει το έργο του από μακριά. Στραβοπάτησε μέσα σε ένα κουτί μπογιάς που τινάχτηκε και άδειασε το περιεχόμενό του στον απέναντι τοίχο.
- Την κοινωνία μου μέσα για μέρα!...
Ο βιογράφος που παρακολουθούσε από τη μισοσκότεινη γωνία έπνιξε το γέλιο του και οι ώμοι του τραντάχτηκαν πάνω από το βαρύ βιβλίο με τις μεγάλες λευκές σελίδες. Ο καλλιτέχνης τον πήρε χαμπάρι και τον αγριοκοίταξε. Ανασκουμπώθηκε και έκανε πως έγραφε, περιμένοντας πως ο Μεγάλος θα τον ξεχνούσε. Δεν συνέβη:
- Δύσκολα τα πράγματα σήμερα αφεντικό; - Βρε άει παράτα με μη σε πάρει εσένα ο διάολος. Κοίτα μη γράψεις τις βλαστήμιες μαύρο φίδι που σ’ έφαγε.
Ξαναγύρισε τα μάτια του στο καβαλέτο. «Μούφα, μπουρούχα, παπαριά, δεν είναι πράγμα αυτό» μονολόγησε. Προς στιγμή σκέφτηκε να φωνάξει το βοηθό του... Την άλλη φορά με τη χοντρούλα του ‘χε δώσει μια ιδέα να τονίσει το χαμόγελό της. Ελα όμως που ο πιτσιρικάς την είχε κοπανήσει από νωρίς, «πάλι σε εκείνη την ξερακιανή γκιόσα θα ‘ναι, νεολαίρα…» Το πρόβλημα παρέμενε, ο πίνακας ήταν άθλιος. Κατέβηκε προς την αποθήκη, πράγμα όχι και τόσο απλό, μιας και το ατελιέ ήταν στο ισόγειο του πύργου και τα γόνατά του είχαν αρχίσει να πονούν όταν ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά. Ξεκλείδωσε τη πόρτα της αποθήκης, βλαστήμισε για άλλη μια φορά όταν το κεφάλι του κουτούλισε στο πάνω μέρος του κουφώματος. Αναψε το κερί.
- Γαμώ τα μουστάκια της δούκισσας του Τορίνο και τ’ αυτιά του καντηλανάφτη του Πάπα, ξέμεινα από καβαλέτα!!
Γύρισε πίσω, ξανασκουντούφλησε στην πόρτα, ανέβηκε τις σκάλες με την επίσης θυμωμένη ρόμπα του να πετάει στο διάβα κηροστάτες και διακοσμητικά τζετζερέδια. Λαχανιασμένος ο μεγάλος δημιουργός ξαναμπήκε στο ατελιέ, ευτυχώς ο βιογράφος που τόση ώρα άκουγε όσα διαδραματίζονταν στην αποθήκη είχε λιποθυμήσει από τα γέλια και δεν θα τον ενοχλούσε. Πήρε το κουτί με την άσπρη μπογιά και με περίσσια καλλιτεχνική επιδεξιότητα τον άδειασε πάνω στο μισοζωγραφισμένο καβαλέτο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ωραία, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή». Ετσι έχουν τα πράγματα και όχι όπως τα λέει το BBC που είναι εμφανές ότι προσπαθεί να κουκουλώσει την αλήθεια. Μα τον Dan Brown σου λέω...

1 σχόλιο:

Nassos K. είπε...

Πολύ καλό post. Γέλασα πολύ, να'σαι καλά.
Οσο για το άρθρο.. άστα! Εχουμε να δουμε πολλά μέχρι να βγει η ταινία.