25.4.05

Μαρμαρωμένη

(ή, τι είδε η πανσέληνος...) Περιφερειακός Γαλατσίου, η πόλη από κάτω μοιάζει σπαρμένη μ 'αστέρια, στον ουρανό ένα μεγάλο φωτεινό φεγγάρι... Εχω εκλεκτή παρέα στο ραδιόφωνο, ίσως γι' αυτό το αυτοκίνητο απλώς ρολάρει... Βγαίνω στο Πολύγωνο και στην Ευελπίδων, ένα ταξί σταματά την τελευταία στιγμή, πέφτω στα φρένα, σιχτιρίζω και κατεβάζω ό,τι μου 'ρχεται... Στο πεζοδρόμιο κορίτσι περπατά, γύρω στα 28(;), τζιν παντελόνι, μαλλιά καστανά ή μαύρα.... Μπαίνει σε μια πολυκατοικία, κλείνει την πόρτα βιαστικά πίσω της, το πρόσωπό της στον πήχυ του χεριού, πάνω στο μάλλον μαρμαροντυμένο τοίχο, κλαίει, δηλαδή όχι απλώς κλαίει, τραντάζεται από το κλάμα, η τσάντα πέφτει από τον άλλο ώμο σταματά για λίγο στον αγκώνα και πέφτει στο πάτωμα... Δεν τη νοιάζει, είναι παραδομένη στη λύπη της, με μια τζαμένια μεμβράνη να τη χωρίζει απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Κακή εκτίμηση, απώλεια ή κάτι που έγινε εντελώς λάθος, μπορεί να φταίει απλώς η πανσέληνος - ό,τι και να 'ναι της φαίνεται πολύ, θέλει να το μοιραστεί με τον εαυτό της, το ότι το κάνει μέσα από μια τζαμαρία δεν αλλάζει και πολλά... Ολα αυτά ενώ στο μεταξύ ο ταρίφας έχει τελειώσει τη διαπραγμάτευση με δυο παιδιά και τις βαλίτσες τους... Μου κορνάρουν από πίσω, ξεκινάω απρόθυμα, σκέφτομαι διάφορα μαζί και μια αμπελοφιλοσοφία που συνηθίζω να λέω ότι "μόνο το μαξιλάρι σου ξέρει πώς και τι πραγματικά είσαι"... Και ο πήχυς του χεριού καμιά φορά Νίκο, συμπληρώνω τώρα... Πρώτη απόπειρα στην ανηφόρα της νύχτας και κομματάκι προβλέψιμη...
Μην κλαις αδερφούλα, όλα θα 'ναι καλύτερα το πρωί... Οταν ο γέρος με τα προβλήματα χτυπά την πόρτα σου μην του δίνεις το κλειδί θα κάνει τη ζωή σου μίζερη και θα σε ρίξει κάτω... (Don't cry sister, JJ Cale)
Δεύτερη από την κορυφή της:
Και αν έχτισα ένα κάστρο γύρω απ 'την καρδιά σου και το κύκλωσα με χαρακώματα και συρματοπλέγματα άσε με τότε να χτίσω μια γέφυρα γιατί δεν μπορώ να κλείσω τα κενά και άσε με να κάψω τους προμαχώνες (Fortress around your heart, Sting)
Τρίτη τρέχοντας στον κατήφορο για το ξημέρωμα:
Μια καινούργια μέρα τρέμει στον αγέρα, στάζοντας φως και νερά. Πιάστηκε στα δίχτυα μια τυχαία νύχτα στη μέση του πουθενά. Πιάστηκαν δυο ψάρια, ήλιοι και φεγγάρια λίμνες, ποτάμια, βουνά... (Φύσα ψυχή μου, Ελευθερία Αρβανιτάκη)
Ενας κόκκος σεληνόφως στη ματιά σου, ναι, καλημέρα και σε σένα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: